- ζυγάρχης
- ζυγάρχης, ὁ (Α)ο αρχηγός ενός ζυγού ιππέων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + -αρχης (< άρχω), πρβλ. σταθμ-άρχης, ταγματ-άρχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγάρχης — leader of a line of horsemen masc nom sg ζυγαρχέω leader of a line of horsemen imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγάρχην — ζυγάρχης leader of a line of horsemen masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγάρχου — ζυγάρχης leader of a line of horsemen masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγαρχώ — ζυγαρχῶ, έω (Α) [ζυγάρχης] είμαι ζυγάρχης … Dictionary of Greek
ζυγαρχία — ζυγαρχία, ἡ (Α) [ζυγάρχης] απόσπασμα που αποτελούνταν από δύο άρματα … Dictionary of Greek